Διαβάζοντας σήμερα τὴ Μάγισσα (La Sorcière, 1862), και ιδιαίτερα το πρώτο μέρος του έργου, έχουμε συχνά την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Μισλέ υιοθετεί τη μέθοδο του πανεπόπτη αφηγητή, ο οποίος δεν περιγράφει μόνο τις πράξεις των ιστορικών υποκειμένων αλλά εισχωρεί στον ψυχισμό τους, τα συναισθήματά τους, τις μύχιες σκέψεις, τις επιθυμίες και τους φόβους τους˙ δημιουργεί, με τα ὑλικά του ιστορικού, μυθιστορηματικούς ήρωες και ηρωίδες.
Η Μάγισσα γράφεται την περίοδο που ο Μισλέ έχει ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά και έχει απομακρυνθεί ιδεολογικά από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τα χριστιανικά ιδεώδη. Το έργο διαδραματίζεται σ’ έναν οπισθοδρομικό, μελαγχολικό και πληκτικό Μεσαίωνα και εγγράφεται στο ρεύμα της γαλλικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, που κυρίαρχο στοιχείο της είναι η ιδιαίτερη συναισθηματική και ιδεολογική εμπλοκή του ιστορικού με το παρελθόν και τους κατοίκους του.
Σήμερα που η ιστοριογραφία για τη μαγεία και το κυνήγι των μαγισσών γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη διεθνώς και που η σύγχρονη φεμινιστική ενασχόληση με τις μάγισσες και τις ιστορίες τους παραμένει ζωντανή, η αναδρομή στην πρώιμη ανάγνωση του Μισλέ φωτίζει το ευρύ φάσμα των προσεγγίσεων ενός αποτρόπαιου ιστορικού γεγονότος που εξακολουθεί να στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό του δυτικού κόσμου, έχοντας εμπνεύσει ιστοριογράφους, κινήματα, αλλά και τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.