Παρόλο που είναι ευρύτερα γνωστός για το πεζογραφικό του κυρίως έργο, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ξεκίνησε τον λογοτεχνικό του βίο ως ποιητής και αποκαλούσε τον εαυτό του ποιητή. Είναι γεγονός ότι για ένα διάστηµα αφοσιώθηκε στην πεζογραφία και τη δοκιµιογραφία, όσο προχωρούσε η τυφλότητα όµως επανερχόταν στην ποίηση, και µάλιστα στην έµµετρη παραδοσιακή: «Μια και δεν µπορούσα πια να κάνω προσχέδια, ήµουν αναγκασµένος να εργάζοµαι µε τη µνήµη. Και αφού, οπωσδήποτε, ευκολότερα θυµάται κανείς στίχους παρά πρόζα, προτιµά πολύ περισσότερο ένα παραδοσιακό ποιητικό ύφος παρά ένα ελεύθερο. Ο έµµετρος στίχος είναι, κατά κάποιον τρόπο, φορητός. Μπορείς περπατώντας ή ταξιδεύοντας να συνθέτεις ή να επεξεργάζεσαι ένα σονέτο, γιατί το µέτρο και η οµοιοκαταληξία έχουν το καλό ότι αποµνηµονεύονται».
Έγραψε εκατοντάδες ποιήµατα, χτισµένα σε εντελώς διαφορετικά θέµατα. Ποιήµατα για µάχες, µυθικές ή ιστορικές προσωπικότητες, καθρέφτες, ξίφη και κλεψύδρες, περικλείοντας συχνά έναν κόσµο που άλλοτε βρίσκεται στην προέκταση και άλλοτε στον αντίποδα σχεδόν της φαντασιακής δοµής της πρόζας του. Στα ποιήµατα αφήνει πού και πού να ξεγλιστράει κάποιο συναίσθηµα, κάτι που στα πεζά του αποφεύγει.
Ο ποιητής Δηµήτρης Καλοκύρης υπογράφει την ανθολογία αυτή που σχηµατίστηκε σιγά σιγά, στη διάρκεια τριάντα χρόνων περίπου. Η προσωπική γνωριµία του µεταφραστή µε τον Αργεντινό διευκόλυνε κάποιες προσεγγίσεις στο έργο του. Ο τόµοςπεριλαµβάνει, µε χρονολογική σειρά, ποιήµατα από όλα σχεδόν τα ποιητικά του βιβλία. Τα κριτήρια της επιλογής ποικίλλουν· κάποια ποιήµατα λ.χ. περιλαµβάνονται για λόγους ιστορικούς ή άλλα για λόγους ειδολογικούς. Βασικό κριτήριο επίσης της επιλογής αποτελεί η διακριτική θεµατική ισορροπία: ο Mπόρχες επανέρχεται συχνά σε παρόµοια µοτίβα τόσο από το τοπικό ποιητικό πάνθεο όσο και από τις αµετακίνητες συµβολικές σταθερές του.
Ο µεταφραστής επεξεργάστηκε εκ νέου τη στιχουργική και τη ρυθµική αγωγή των ποιηµάτων, επιδιώκοντας να αντικαταστήσει τους πυκνούς ενδεκασύλλαβους λ.χ. µε ρυθµικούς ελεύθερους, µε υποδόρια µετρική και οµοηχίες, διατηρώντας όµως τον χωρισµό σε στροφές και ακολουθώντας, όσο ήταν δυνατόν, τους διασκελισµούς και τη στίξη. «Με τον καιρό, διαπίστωσα» λέει «ότι µε ενδιαφέρει όλο και λιγότερο η γραµµατική “ακρίβεια”, ενώ µε ελκύει η συναισθησία, η ανισοβαρής συµµετρία και η µετρική πολυρρυθµία. Με τον καιρό, πρόσθεσα επίσης και µια νότα ελευθερίας που επιδεινώθηκε στην παρούσα, ανανεωµένη και επαυξηµένη, έκδοση».