Εκεί κάτω από το δέντρο, αυτά τα ελάχιστα λεπτά κάποιας φαινομενικής ηρεμίας σε σύγκριση με τον ορυμαγδό που βασίλευε εδώ πριν πέντε μόλις λεπτά, με φόντο το ασταμάτητο βουητό των ελικοπτέρων και των αεροπλάνων, με τη μυρωδιά του μπαρουτιού και τη βαριά καπνίλα να μας πνίγει και με το ανατριχιαστικό κροτάλισμα των πολυβόλων και των κανονιών των αρμάτων μάχης –κάπως απομακρυσμένο τώρα πια–, παίρνω τις αποφάσεις μου. Ξαναφέρνω στο μυαλό μου την αγαπημένη μου Λένια και τον Δημήτρη μου, που μέχρι χτες ακόμα μου γέμιζαν τη ζωή με απέραντη ευτυχία. Δεν είναι δίκαιο να μην τους ξαναδώ. Ηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου η υπόσχεση που της έδωσα φεύγοντας για να καταταγώ:
– Μην ανησυχείς. Θα επιστρέψω πάλι σε λίγες μέρες.
Πρέπει να γυρίσω πίσω. Να προσπαθήσω, τουλάχιστον, να επιστρέψω στη Λευκωσία.
Το καλοκαίρι του 1974 ο Ανδρέας Σαμουήλ υπηρετούσε ως έφεδρος στρατιώτης του 241 Τάγματος Πεζικού. Κατά την είσοδο των εισβολέων στην Κερύνεια, το τάγμα του είχε ως αποστολή να αποκρούσει την επίθεση στην πόλη, και έλαβε μέρος στις μάχες που έγιναν εκεί. Στο βιβλίο περιγράφεται, ανάμεσα σε άλλα, το αναπάντεχο συναπάντημα των ανδρών του τάγματος με τα τουρκικά άρματα μάχης κοντά στο στάδιο Πράξανδρος και το μακελειό που ακολούθησε κατά την άνιση μάχη. Εξιστορούνται ακόμα οι τραγικές συνθήκες και τα πολλά δραματικά περιστατικά που ο συγγραφέας έζησε μαζί με έναν ακόμα συστρατιώτη του για τέσσερα μερόνυχτα, σε ένα απομονωμένο σπίτι της Κερύνειας στις υπώρειες του Πενταδαχτύλου.
Οι δυο στρατιώτες θα κατορθώσουν να ξεγλιστρήσουν και θα βρεθούν στο ξενοδοχείο Ντόουμ, που λειτούργησε για πολύ καιρό ως ένα αυτοδιοικούμενο στρατόπεδο συγκέντρωσης…
Ο Ανδρέας Σαμουήλ γεννήθηκε το 1944 στη Λευκωσία. Σπούδασε νομικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού. Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Κύπρου, αλλά αφιέρωσε την επαγγελματική του ζωή στον τομέα της ανάπτυξης και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού.