Δηµοσιευµένος το 1879, ο Λουκής Λάρας θεωρείται, και είναι, ένα έργο σταθµός των ελληνικών γραµµάτων, καθώς έθεσε τις βάσεις για τη µετάβαση της ελληνικής πεζογραφίας από τον ροµαντισµό στον ηθογραφικό ρεαλισµό. Με το λιτό και χαµηλόφωνο ύφος του µεταφέρει τον αναγνώστη στα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, για να αναδείξει µέσα από αυτήν ένα άλλο 1821 από το καθιερωµένο, το οποίο δεν εστιάζει στα ηρωικά ανδραγαθήµατα του πολέµου και των οπλαρχηγών αλλά στο προσφυγικό δράµα του ανώνυµου άµαχου πληθυσµού. Βασισµένο στην πραγµατική ιστορία ενός Χιώτη εµπόρου, ο Λουκής Λάρας επιχειρεί, στον αντίποδα του ελληνικού µεγαλοϊδεατισµού, να εντάξει από κοινού τους πολεµιστές και τους αµάχους στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης και να προβάλει, µέσω αυτής, το όραµα µιας άλλης Ελλάδας που θα βασίζεται στις αξίες του οικογενειακού και εργασιακού βίου, της οικονοµικής επιχειρηµατικότητας και ανάπτυξης ως παράγοντες για την υλική και πνευµατική πρόοδο του έθνους.
Αξιοποιώντας το πλούσιο δοκιµιακό έργο του Βικέλα, η µελέτη του Δηµήτρη Πολυχρονάκη επιχειρεί να ανασυγκροτήσει το πλέγµα των πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτισµικών αξιών που καθόρισαν τη συγγραφή του Λουκή Λάρα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύονται οι οφειλές του Βικέλα στις ιδέες του αγγλικού εµπειρισµού που τον κατέστησαν θιασώτη ενός συντηρητικού φιλελευθερισµού, ο οποίος βασίζει τον αστικό εκσυγχρονισµό και την πρόοδο κάθε έθνους στην ιστορία και τις παραδόσεις του. Παράλληλα, µέσα από την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση της νουβέλας, αναλύονται οι θεµατικές και υφολογικές επιλογές του συγγραφέα που, µε τη χαµηλόφωνη και αντιηρωική αισθητική του κειµένου του, προάγει το ιδεώδες µιας κοινωφελούς λογοτεχνίας, η οποία θα αναπαριστά τον καθηµερινό µικρόκοσµο των ανθρώπων και θα είναι εύληπτη από τον µέσο αναγνώστη.