Κάθε σπίτι έχει την ιστορία του. Όση η παλαιότητά του, τόσο μετατρέπεται από απλή οικοδομή σε ιδιαίτερη οντότητα – μάρτυρα όσων έχουν διαδραματιστεί εντός του. Τυχερό είναι το σπίτι που αγαπήθηκε και φροντίστηκε από τους κατοίκους του: έχει κάποιες ελπίδες να ανήκει τελικά στην αιωνιότητα.
Στην ελληνική και κυρίως αθηναϊκή πραγματικότητα, το σπίτι ταλαιπωρήθηκε πολύ. Από αγαπημένος τόπος κατοικίας (όπως τα σπίτια με την αυλή, που τόσο εξυμνήθηκαν) ή απλά σημαντικός για κάποιον αντικειμενικό λόγο (οι δημιουργίες με επώνυμη αρχιτεκτονική), τα σπίτια μετατράπηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε πηγή πλουτισμού και, πολύ απλά, καταργήθηκαν, γκρεμίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από άλλα, ως επί το πλείστον αδιάφορα. Αυτό προκαλεί μεγάλη νοσταλγία στις μέρες μας, κι ας είναι, από μια άποψη, η υγιής -με την έννοια της μη προσκόλλησης στο παρελθόν- εξέλιξη της κατοικίας και της πόλης.
Παραμένει όμως ιδιαίτερα σημαντική η διατήρηση όσων σώθηκαν. Και ακόμα σημαντικότερο είναι όταν υπάρχουν μαρτυρίες για όσα σπίτια διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας, με μόνη τη φροντίδα των εκάστοτε ιδιοκτητών.
Ένα από αυτά, είναι το μικρό διώροφο της Πατησίων 41, σπίτι του πολύπαθου κέντρου της Αθήνας, την ενδιαφέρουσα όσο και απολαυστική ιστορία του οποίου, μαζί με αυτή της οικογένειας που έζησε εκεί, αφηγείται στο παρόν βιβλίο η σημερινή ιδιοκτήτρια, Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή. Η αφήγηση έρχεται στο φως σε μια εποχή που το κέντρο της Αθήνας, καθώς και τα διατηρητέα κτήριά της, αποτελούν καθημερινό θέμα συζήτησης, κατά τη νέα αυτή φάση που διανύει η πόλη.