Ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους, δεν κάνει εξαιρέσεις, και μερικές φορές δύσκολα αναγνωρίζουμε ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό…
«Νοικοκυρά ή οικιακή βοηθός;» ρωτάει ο στρατιώτης τη Σιλβάνα, καθώς εκείνη και ο οχτάχρονος Όρεκ ανεβαίνουν στο πλοίο που θα τους μεταφέρει από την Πολωνία στην Αγγλία, στον Γιάνουζ, τον σύζυγό της, τώρα που ο πόλεμος τελείωσε. Όμως δεν είναι σίγουρη αν είναι πια η γυναίκα του –αν είναι πια γυναίκα– ούτε αν έχει σπίτι. Ύστερα από τα χρόνια που έζησε μακριά από τον πολιτισμό, μέσα στο άγριο δάσος, το μόνο που ξέρει πια είναι πως εκείνη κι ο Όρεκ κατάφεραν να επιβιώσουν.
Στο Ίπσουιτς, ο Γιάνουζ ετοιμάζει το σπίτι που θα υποδεχτεί τη γυναίκα και το παιδί του – έχει έξι χρόνια να τους δει. Αφού έφυγε κρυφά από την Πολωνία κι έγινε λιποτάκτης, βρήκε ξανά την οικογένειά του κι ένα σπίτι για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Βάζει όλο του το μεράκι στον κήπο, θέλει να φτιάξει έναν παραδοσιακό αγγλικό κήπο, όπως έχουν όλα τα υπόλοιπα καθωσπρέπει σπίτια, για να τους υποδεχτεί και για να μη βασανίζεται από το δικό του μυστικό.
Όμως, έπειτα από τα έξι χρόνια που έμειναν μακριά, κανείς τους δεν είναι πια ο ίδιος, και πρέπει τώρα να μάθουν πως η αγάπη δεν αρκεί όσο υπάρχουν μυστικά. Για να προσφέρουν στο παιδί τους ένα αληθινό σπιτικό, η Σιλβάνα κι ο Γιάνουζ πρέπει να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους, με όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Να δεχτούν πως κι οι δυο είναι αμετάκλητα αλλαγμένοι και να επιτρέψουν στον ατίθασο γιο τους, που τόσο αγαπούν, να είναι ο εαυτός του.