Ο Μ. Βασίλειος στο συγκεκριμένο κείμενο επιχειρεί να εξηγήσει πώς μπορεί να συμβιβαστεί το κακό στον κόσμο, ενώ υπάρχει ένας παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος Θεός. Επιχειρεί, δηλαδή, να δώσει μία απάντηση σε αυτό που αιώνες αργότερα ο Leibniz ονόμασε «πρόβλημα της θεοδικίας». Η απάντηση του Μ. Βασιλείου εστιάζεται στον άνθρωπο και ειδικότερα στην ελευθερία που του δόθηκε από τον Θεό. Ο άνθρωπος, ως ον αυτεξούσιο, δηλαδή ελεύθερο και πλασμένο κατά την εικόνα του δημιουργού του, μπορεί είτε να στραφεί προς το αγαθό είτε προς το κακό. Είναι ο άνθρωπος, επομένως, ένας δημιουργημένος συνδημιουργός που μπορεί να εμφανίζει το κακό και να το διαχέει στην αγαθή δημιουργία. Το κακό, δηλαδή, δεν προέρχεται από τον αγαθό Θεό, αλλά από τη δράση του ανθρώπου ο οποίος στρέφεται προς το κακό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Μ. Βασίλειος δεν ενοχοποιεί τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος πράττει το κακό, αλλά δεν το κάνει επειδή είναι ο ίδιος κακός, καθώς ως δημιούργημα του αγαθού Θεού είναι αγαθός. Το πράττει λόγω κακής κρίσης και αστοχίας σε ό,τι έχει να κάνει με τις επιλογές του. Το κακό, λοιπόν, δεν είναι φύση, δεν είναι ουσία, δεν έχει ύπαρξη, θα πει ο ιερός συγγραφέας. Είναι ανυπόστατο και εμφανίζεται μόνο όταν αναχωρήσει ο άνθρωπος από τον χώρο του αγαθού, όπως συμβαίνει με το σκοτάδι που έρχεται όταν σβήσει κάποιος το φως.
Στο σύντομο κείμενο που παρουσιάζεται στον παρόντα τόμο, ο Μ. Βασίλειος επιχειρεί να εξηγήσει πώς μπορεί να συμβιβαστεί η παρουσία του κακού στον κόσμο με την ύπαρξη ενός πανάγαθου και παντοδύναμου Θεού. Στην προσπάθειά του να επιλύσει αυτή την αντινομία, ο ιερός συγγραφέας θα αναπτύξει τα επιχειρήματά του με όρους αμιγώς ανθρωπολογικούς. Ο άνθρωπος, δηλαδή, είναι η εκείνος που εμφανίζει και διαχέει το κακό στην αγαθή δημιουργία και όχι ο Θεός. Ως ελεύθερο δημιούργημα του Θεού και ως τρεπτή ύπαρξη, ύπαρξη, δηλαδή, που μπορεί να στραφεί είτε προς αγαθό είτε προς το κακό, μπορεί να παρέμβει βλαπτικά στην αγαθή δημιουργία του Θεού και να τη διαστρέψει, ακόμη και να την