Η κρίση στην Ελλάδα βαθαίνει, αναδεικνύοντας τις παθογένειες και τα προβλήματα του εγχώριου πολιτικού συστήματος, του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της ελληνικής κοινωνίας. Οι πολιτικές δυνάμεις που κλήθηκαν μέχρι το 2015 να τη διαχειριστούν επεδίωξαν να εισαγάγουν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις χωρίς να επενδύσουν στον διχασμό. Δεν μπόρεσαν όμως να υπερβούν τις υπαρκτές δικές τους ευθύνες και να ολοκληρώσουν ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση.
Η Ευρώπη φάνηκε θεσμικά και πολιτικά απαράσκευη, λειτουργώντας συχνά εμμονικά, τιμωρητικά και εν τέλει απρόσφορα. Η κοινωνία, μπροστά στην κατηφορική πορεία της χώρας, βίωσε και βιώνει επώδυνα την αγωνία για το μέλλον. Σε μια τέτοια συγκυρία, ο άγριος σπόρος του εθνολαϊκισμού δεν ήταν δύσκολο να καρπίσει στηριζόμενος και στη συστηματική καλλιέργεια του εθνικού διχασμού.
Σήμερα, η κατάρρευση της δημαγωγικής αντιμνημονιακής ρητορείας και το τέλος των ψευδαισθήσεων αποτελούν το οδυνηρό υπόστρωμα του τέλους της μεταπολίτευσης. Ο νέος ιστορικός κύκλος περνά μέσα από την αναγκαία κοινωνική συναίνεση, αλλά και την αλλαγή του κυρίαρχου υποδείγματος στην άσκηση της πολιτικής, με τρόπο ώστε η αλήθεια και η ευθύνη να κυριαρχήσουν στην πολιτική ζωή του τόπου. Η πραγματικότητα αυτή δεν συνιστά αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής. Το ιδεολογικό πρόσημο εξακολουθεί να υπάρχει και είναι αυτό της προστασίας των πολλών, της προστασίας εκείνων που μοχθούν και της δημιουργίας ευκαιριών για όλους και ιδιαίτερα για τους πιο αδύναμους.
Η επανεκκίνηση της χώρας θα γίνει από τους σύγχρονους εκφραστές της προόδου, δηλαδή από αυτούς που πράττουν και όχι από αυτούς που εξαγγέλλουν. Από τους υπεύθυνους και όχι από τους εθνολαϊκιστές.
Το τέλος της μεταπολίτευσης συνιστά ευκαιρία για μια καινούρια αρχή.
Είναι η ώρα της επανεκκίνησης.