Πλησιάζοντας τώρα στην άκρη του νερού, σκέφτηκα να βγάλω τα παπούτσια µου. Και τότε το είδα. Στην αρχή νόμισα πως το έκανε ο αέρας. Ότι μετακινούσε κόκκους άμμου χτίζοντας ένα γλυπτό εν κινήσει. Ένα πολύ χαμηλό κι εφήμερο γλυπτό, σχεδόν στην επιφάνεια της άμμου, που απλωνόταν γρήγορα. Γη και αέρας συνομιλούσαν σε μια γλώσσα ακατάληπτη, κι όμως αντιληπτή.
Σκύβοντας να δω καλύτερα στο εσπερινό φως, διαπίστωσα πως ήταν έντομα. Πολύ ψιλά, σε μια ανοιχτόχρωμη απόχρωση της άμμου που τα έκανε ακόμη πιο δυσδιάκριτα. Ήταν παντού, κι όλα μαζί ανέβαιναν προς τα μέσα. Κινούνταν εκτελώντας μικρά άλματα – ένα σάλτο κάθε φορά, πράγμα που δημιουργούσε την εντύπωση ότι σηκώνεται άμμος με τον αέρα. Σε λίγο άρχισα να τα βλέπω όπου έπεφτε το μάτι μου. Από που έβγαιναν; Ήταν μια μεταγλωττισμένη πλημμυρίδα.
Τα 24 γράμματα, και πίσω από κάθε γράμμα ένα έντομο και οι άνθρωποι µε τους οποίους διασταυρώθηκε. Ένα αλφαβητάρι εντομολογικό, εμπνευσμένο από την Ευρώπη που γοητεύει, την Ευρώπη που απογοητεύει. Κάθε γράμμα κι ένας αυτοτελής μικρόκοσμος, μαζί και τμήμα ενός όλου.