O Τζιμ Σαμς έχει υποστεί μια μεταμόρφωση. Στην προηγούμενη ζωή του ήταν ένα πλάσμα άλλοτε αγνοημένο και άλλοτε μισητό, τώρα, όμως, στη νέα του ενσάρκωση, είναι ο πιο ισχυρός άνδρας στη Βρετανία. Αποστολή του είναι να υλοποιήσει τη βούληση του λαού. Δε θα επιτρέψει να μπει τίποτε στον δρόμο του: ούτε η αντιπολίτευση ούτε οι διαφωνούντες μέσα στο κόμμα του, ούτε καν οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με την ευφυΐα, τη διορατικότητα και το κατεδαφιστικό χιούμορ που τον χαρακτηρίζουν, ο Ίαν Μακ Γιούαν αποτίνει φόρο τιμής στο πιο διάσημο έργο του Φραντς Κάφκα για να μιλήσει όχι μόνο για το Brexit, αλλά και για έναν κόσμο παραδομένο σε επικίνδυνους, λαϊκιστές δημαγωγούς.
«Με το Brexit, κάτι άσχημο και ξένο εισέβαλε στο πνεύμα της πολιτικής μας, θεώρησα λοιπόν εύλογο να σκαρφιστώ μια κατσαρίδα, την πιο απεχθή μορφή ζωής. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα βρίσκεται στον δρόμο οποιασδήποτε προσπάθειας να επινοηθεί μια φυσική ανταλλαγή μεταξύ ανθρώπου και εντόμου, αλλά μετά την αναγκαία αναγνωριστική χειρονομία προς τον μεγάλο συγγραφέα, στράφηκα και πάλι στον Σουίφτ. Ο στόχος ήταν να εμφανίσω ένα πολιτικό και οικονομικό σχέδιο που θα ισοδυναμούσε με τον αυτοκαταστροφικό παραλογισμό του Brexit. Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος ότι το κατάφερα με το γελοίο μου κατασκεύασμα, τον Αντιστροφισμό. Δεδομένου του μεγέθους του εθνικού σχεδίου και των πιθανών επιπτώσεών του σε όλους μας τουλάχιστον για μια γενιά, ίσως τίποτε δεν μπορεί να συναγωνιστεί την κλίμακα της παράνοιάς του…
Ο λαϊκισμός, παραβλέποντας τη δική του άγνοια, ψιθυρίζοντας ανοησίες για αίμα και γη, καλλιεργώντας αδιανόητες νατιβιτιστικές επιθυμίες και περιφρονώντας τραγικά τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή, ενδέχεται στο μέλλον να δημιουργήσει και άλλα τέρατα, κάποια πολύ πιο βίαια, πολύ πιο επικίνδυνα από το Brexit. Σε όλες του τις εκδοχές, ωστόσο, το πνεύμα της κατσαρίδας θα ευδοκιμήσει. Όσο καλύτερα γνωρίσουμε αυτό το πλάσμα, τόσο πιο γρήγορα θα το νικήσουμε. Και πιστεύω πως θα το καταφέρουμε. Αν η λογική δεν ανοίξει τα μάτια της και δεν επικρατήσει, τότε ίσως να χρειαστεί να προσφύγουμε στο γέλιο». Ίαν Μακ Γιούαν (από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση)