Όλοι πιστεύουν ότι η Σόφι είναι ορφανή. Η αλήθεια είναι πως δεν έχει καταγραφεί η σωτηρία κάποιας γυναίκας σ’ εκείνο το ναυάγιο που άφησε τη Σόφι, μωρό ακόμα, να επιπλέει στη Μάγχη μέσα σε μια θήκη τσέλου. Η Σόφι όμως θυμάται τη μητέρα της να κουνάει τα χέρια της ζητώντας βοήθεια. Ο κηδεμόνας της της λέει πως είναι σχεδόν αδύνατον να ζει η μητέρα της, αλλά το «σχεδόν αδύνατον» σημαίνει πως είναι ακόμα δυνατόν. Και ποτέ δεν πρέπει να αγνοούμε τις πιθανότητες.
Οπότε, όταν η Πρόνοια στέλνει μια επιστολή στον κηδεμόνα της Σόφι, απειλώντας να τη στείλει στο ορφανοτροφείο, εκείνη παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και το σκάει για το Παρίσι, με σκοπό να αναζητήσει τη μητέρα της. Το μοναδικό στοιχείο που έχει στα χέρια της είναι η διεύθυνση του κατασκευαστή του τσέλου.
Καταφέρνοντας να ξεφύγει από τις γαλλικές αρχές, η Σόφι γνωρίζει τον Ματτέο και τα παιδιά που ζουν στις στέγες – τα ορφανά χαμίνια που ζουν στον ουρανό. Όλοι μαζί ψάχνουν στην πόλη για να βρουν τη μητέρα της, προτού οι Γάλλοι συλλάβουν τη Σόφι και τη στείλουν πίσω στο Λονδίνο και, το σημαντικότερο, προτού χάσει τις ελπίδες της.
Και τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τη λογοτεχνία από κάθε άλλο είδος γραφής; Θα έλεγα, το να συναντάς την πραγματικότητα, επενδυμένη όμως με ένα πέπλο που δεν σου αφήνει μεν το νόημα απογυμνωμένο –χρειάζεται να το ψάξει λίγο ο αναγνώστης–, με την ειρωνεία, τον υπαινιγμό, τη μετωνυμία, τα υπονοούμενα και την καλλιεργημένη –εάν είναι δυνατόν και πρωτότυπη– γλωσσική έκφραση.
Αυτή είναι η εισαγωγή μου για να παρουσιάσω το βιβλίο της Ράντελ, ένα πρωτότυπο βιβλίο που μιλά για τα παιδιά του δρόμου, αλλά δεν το κάνει φωτογραφίζοντας την πραγματικότητα. Δεν κάνει φωτογραφική λογοτεχνία, προσθέτοντας ένα ακόμη βιβλίο στη σειρά αυτών που πραγματεύονται παιδιά άστεγα […] που ζουν στον δρόμο για να ζητιανεύουν ή να δουλεύουν ή για να κακοποιούνται. Με έναν ποιητικό τρόπο ζωντανεύει ένας ολόκληρος κόσμος παιδιών που μοιάζουν να είναι απόκληρα –και είναι–, αλλά που ζουν επάνω στις στέγες των παρισινών κατοικιών. Μια ολόκληρη πόλη στα πόδια τους, όχι για να θαυμάσουν την ομορφιά της, αλλά για να μοιραστούν μεταξύ τους και μεταξύ… των πουλιών την πόλη με τις σκληρότητές της και να νιώσουν την περίεργη, άγρια ομορφιά της.
Μένη Κανατσούλη https://diastixo.gr/kritikes/paidika/14892-paidia-steges