Είκοσι χρόνια, δεκαεπτά πεζογραφήματα. Για την κρίση που ερχόταν, για την ανεργία, την απώλεια, τη μοναξιά, τους πολιτικούς πρόσφυγες, τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, τους μετανάστες, τον πόλεμο, τους παρίες λαούς, την κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς σ’ ένα εφιαλτικό, αν και άδηλο, μέλλον. Αλλά και για την αλληλεγγύη, την αγάπη, την αναζήτηση, τη μνήμη, τον λόγο και την τέχνη που επιμένουν με το λίγο της ψυχής μας κυανό.
«… Kάνουν κύκλο κι επανέρχονται οι εικόνες, ας απαλύνονται όλα με τον καιρό κι ας ξεθωριάζουν, δεν ξεχνιούνται, ούτε και ο Kαζαντζάκης, ο μέγας παρηγορητής, στο μακό μπλουζάκι στάμπα, αν και ο Γάιος Σαλλούστιος Kρίσπος, ο Λατίνος ιστορικός, το πρωτοείπε πλήρες: Quod mihi a spe, metu, partibus rei publicae animus liber erat: Γιατί εμένα η ψυχή μου ήταν ελεύθερη από την ελπίδα, τον φόβο, τα Kόμματα. […] Σκέψου τις Ουκρανές, μονολογεί, τις Ρωσίδες, τις Γεωργιανές, τις Bουλγάρες. Tα σπίτια που άφησαν, τα τοπία. Tα πτυχία που έκαψαν. Και αναλογίσου τις φωτιές που θα καίνε αύριο τα πτυχία των δικών μας παιδιών, ξαναζώντας τον Mακρυγιάννη δαρμένο και ξυπόλυτο να τα βάζει με τον δικό του άγιο και να κλείνει τη δική του μυστική συμφωνία, τα δούναι και τα λαβείν, με μια κοινωνία που σε αλέθει για να συντηρείται και σε αποθεώνει για να σ’ έχει».