Γραμμένο την περίοδο 1939-1942, υπό τη σκιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το περίτεχνο δοκίμιο της Ρασέλ Μπεσπαλόφ εξετάζει, υπό τη φιλοσοφική και ανθρωπολογική της οπτική, τους ήρωες και τον ποιητή της Ιλιάδας. Για τη Γαλλίδα φιλόσοφο, το κεντρικό μοτίβο του έπους συνίσταται στη μονομαχία Αχιλλέα και Έκτορα, στην τραγική σύγκρουση του ήρωα της εκδίκησης με τον ήρωα της αντίστασης. Ο Όμηρος στέκεται αμερόληπτος πάνω από τα πεπρωμένα των Τρώων και των Αχαιών, αναδεικνύοντας, ωστόσο, την ευθύνη και την ελευθερία των θνητών, εν αντιθέσει με την αμεριμνησία των Αθανάτων, εκείνων των «κωμικών ηρώων» του Ολύμπου. Όμως ο Όμηρος δεν καθαγιάζει τη δύναμη: Την εμφανίζει ως υπέρτατη πραγματικότητα και ταυτόχρονα υπέρτατη αυταπάτη της ύπαρξης. Αυτό που υμνεί είναι η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η δόξα του νεκρού ήρωα – η θέληση του ατόμου, που λαμβάνει διαστάσεις αιωνιότητας. Όλες οι περίφημες σκηνές που λαμβάνουν χώρα έξω από τα τείχη της Τροίας, με αποκορύφωμα το γεύμα του Πριάμου με τον Αχιλλέα, είναι τόποι ενατένισης του αιώνιου, όπου ο Όμηρος εκφράζει, με μια πληρότητα που δεν την έφτασαν ποτέ οι φιλόσοφοι, τη συνείδηση της ταυτότητας του ωραίου και του αληθούς που γονιμοποιεί την αρχαιοελληνική σκέψη. Ιδού πώς ο μέγας εποποιός μορφοποιεί ποιητικά τον μύθο – το, κατά τον Χέρμαν Μπροχ, «αρχέτυπο κάθε γνώσης του κόσμου των φαινομένων για την οποία είναι ικανό το ανθρώπινο πνεύμα».
«Σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται ο Νίτσε, ο Όμηρος δεν είναι ο ποιητής των αποθεώσεων. Αυτό που υμνεί, αυτό που καθαγιάζει, δεν είναι ο θρίαμβος της νικηφόρας δύναμης, αλλά η ανθρώπινη ενεργητικότητα μέσα στη δυστυχία, η ομορφιά του νεκρού πολεμιστή, η δόξα του θυσιασμένου ήρωα, το άσμα του ποιητή στο μέλλον – καθετί που νικιέται από τη μοίρα αλλά συνεχίζει να την αψηφά και να την υπερβαίνει. […] Ο Όμηρος φανερώνει τη βαθύτερη φύση των όντων όχι στις πράξεις τους, αλλά στον τρόπο τους να αγαπούν, στην επιλογή της αγάπης».