Είχε πάει δέκα η ώρα, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Έδειχνε εικόνες από το Πολυτεχνείο. Ένας τύπος, εκπρόσωπος Tύπου, Ζουρνατζής ονόματι, μιλούσε για «αναρχοκομμουνιστάς» που στράφηκαν εναντίον του καθεστώτος και της δημοσίας τάξεως. Ορίστε τα έκτροπα. Ο φακός έδειχνε σπασμένα θρανία, συνθήματα «κάτω η χούντα», «ζήτω οι παρτούζες», κιλότες, καπότες και σπασμένα έδρανα.
Πλησίασα το παράθυρο, ανασήκωσα τις γρίλιες. Είδα να καθαρίζουν με μάνικες τη Στουρνάρη. Αύρες-σαύρες να περνάνε και είδα λοξά προς την πλατεία Εξαρχείων να βγαίνουν από την πόρτα της Στουρνάρη με νάιλον σακούλες τρεις-τέσσερις μπάτσοι, με τρόφιμα που μας είχαν δώσει οι πεινασμένοι για ελευθερία και δημοκρατία.
Μέσα από τις ιστορίες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες, που διανθίζουν το βιβλίο, η μνήμη πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν. Σαν σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε εμείς. Για να μπορέσουν να προλάβουν το μέλλον γιατί αλλιώς δεν θα το συναντήσουν ποτέ.