Ψάχνοντας στη µεταλλική ντουλάπα του µπαλκονιού, δίπλα από βερνίκια παπουτσιών, κάτω από ξεσκονόπανα, βρήκα το τασάκι. Πήλινο, ένας κύκλος, µε καµπυλωτό χείλος, χωρίς υποδοχή για τσιγάρο, το είχα αγοράσει τον καιρό που απολύθηκα από φαντάρος. Το είχα πάντα στο γραφείο, το κουβαλούσα στην κουζίνα κι από κει στο σαλονάκι. Το έπιασα στα χέρια σαν να έπιανα όλα τα τσιγάρα που κάπνισα –τότε που ήµουν πραγµατικός καπνιστής–, είδα στο βάθος του µαζεµένη όλη τη στάχτη, ανέβαινε καπνός, καπνός πολύς, σιωπηλός, φασαριόζος, µεθυσµένος. Πρόσεχα να µη µου φύγει από τα χέρια. Γιατί µια φορά µού έφυγε κι έγινε κοµµάτια. Κάθισα και το κόλλησα. Τέσταρα τους κολληµένους αρµούς, στέρεοι. Το ξεσκόνισα, το έπλυνα. Τώρα, αφού τελειώσω τούτες τις γραµµές, λέω να καπνίσω ένα τσιγαράκι. Π.Κ.
Η συλλογή διηγηµάτων Δρόµοι βρέθηκε «ολοκληρωµένη κι έτοιµη να µας περιµένει µέσα σ’ έναν πλαστικό γαλάζιο φάκελο.
Το ηλεκτρονικό της αρχείο σ’ έναν από τους χαρακτηριστικούς κίτρινους φακέλους των Windows, που µε τη σειρά του βρισκόταν εντός αντίστοιχου φακέλου που έφερε το όνοµα Πέτρος. Πάνω πάνω στον πλαστικό φάκελο υπήρχε µια σελίδα µε τους τίτλους των διηγηµάτων, εν είδει πίνακα περιεχοµένων, χωρίς αριθµούς σελίδων.
Η αντίστοιχη ηλεκτρονική εκδοχή της έφερε τον τίτλο Δρόµοι. […]
Γιατί µπορεί στο σύντοµο πέρασµά του ο σαρανταεπτάχρονος φίλος να άφησε πίσω του µόλις δύο συλλογές διηγηµάτων κι ένα µυθιστόρηµα, έργο φαινοµενικά λιγοστό για τα τρέχοντα βουλιµικά µας καταναλωτικά αντανακλαστικά, τα συγκεκριµένα όµως βιβλία συγκροτούν ένα ενιαίο λογοτεχνικό έργο – ένα λογοτεχνικό corpus». (από τον πρόλογο του Σπύρου Γιανναρά)