Η Φιλιππούπολη αποτελεί κομβικό σημείο συνάντησης του ελληνικού και του βουλγαρικού εθνικισμού. Η διαμόρφωση της ελληνικής και της βουλγαρικής ταυτότητας στην εθνοτικά ανάμεικτη και εξέχουσα αυτή εμπορική πόλη ήταν μία αμφίδρομη διαδικασία. Η βουλγαρική εθνική ταυτότητα ετεροπροσδιορίστηκε απέναντι στην ελληνική κυρίως με βάση την εκκλησιαστική υπαγωγή και μέσα από το σχολικό ανταγωνισμό, και το αντίστροφο. Η ίδρυση, όμως, της βουλγαρικής ηγεμονίας καθόρισε τις σχέσεις ισχύος ανάμεσα στις δύο εθνότητες και σηματοδότησε την αρχή του τέλους του ελληνικού στοιχείου. Η συμβίωση Ελλήνων και Βουλγάρων από το 1878 και εξής δεν ήταν παρά η πορεία συρρίκνωσης του ελληνισμού της πόλης. Γεγονός-σταθμός σε αυτήν την καθοδική πορεία αποτέλεσε ο ανθελληνικός διωγμός της 16/29ης Ιουλίου 1906, οπότε καταλύθηκε de facto η ελληνική κοινότητα. Στις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου καταφέρθηκε το τελειωτικό πλήγμα κατά της ελληνικής παρουσίας με την εκδίωξη του τελευταίου εκπροσώπου του Οικουμενικού Θρόνου από την πόλη.
Ο συγγραφέας εξετάζει όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς, θετικούς και αρνητικούς, στην πορεία της ελληνοβουλγαρικής συνύπαρξης κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Οι Έλληνες και οι Βούλγαροι συναντιόνταν και άλλοτε συγχρωτίζονταν ειρηνικά, ενώ άλλοτε συγκρούονταν. Οι συντεχνίες διατήρησαν τον πολυεθνικό τους χαρακτήρα μέχρι το 1906 και ο «ελληνικός» ή ο «βουλγαρικός» τους χαρακτήρας ήταν επιφανειακός και καθοριζόταν από το εκάστοτε προεδρείο. Η έξαρση του Μακεδονικού Ζητήματος και η εγκατάσταση Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων στα προάστια της πόλης τα έτη 1902-1903 είχαν ως συνέπεια να αναζωπυρωθούν τα εθνικά πάθη και οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις να εκτραχυνθούν. Τα ανθελληνικά συλλαλητήρια και οι βιαιοπραγίες πολλαπλασιάστηκαν και κορυφώθηκαν στο μοιραίο ανθελληνικό διωγμό του 1906. Καθοριστική υπήρξε η ανάμειξη του βουλγαρικού κράτους στις εξελίξεις, καθόσον ευνόησε το κυρίαρχο έθνος εις βάρος των μειοψηφούντων πληθυσμών.