Το παραμύθι προφορικής παράδοσης είναι μια βαρκούλα με πανί. Κυλάει στη θάλασσα του συλλογικού ασυνείδητου, τη θάλασσα των ονείρων. Τη σπρώχνουν ανάσες ελευθερίας. Το τιμόνι το κρατάει αυτός που ακούει. Η ποθητή στεριά είναι η ουσία των πραγμάτων, το κουκούτσι της ύπαρξης, το νόημα της κάθε στιγμής, η εμπιστοσύνη στη ζωή, η λαχτάρα να θέλεις να ζήσεις άλλη μια μέρα.
Τα λαϊκά παραμύθια είναι σοφά, γιαυτό απευθύνονται σε σοφούς, δηλαδή στα παιδιά. Τα παιδιά είναι οι φυσικοί -όχι οι μόνοι- αποδέκτες των παραμυθιών. Αποδέκτες είναι όλοι όσοι δέχονται να μεγαλώσουν παραμένοντας αθώοι και μη υποτελείς, όλοι όσοι αντέχουν να κάνουν βήματα αυτογνωσίας, όλοι όσοι τολμούν να παλέψουν με το δράκο που φυλάει το πέρασμα για την ουσιαστική ενηλικίωση.
Τα παραμύθια μοιάζουν με πουλιά. Όποιος φοβάται το σκοτάδι (το όποιο σκοτάδι), αν τα καλέσει με ανοιχτή καρδιά, έρχονται και κουρνιάζουν στον ώμο του και του λένε ιστορίες. Στους ώμους μου κάθονται τέτοια πουλιά. Μαζί τους θα σας πω ιστορίες –όλες από την προφορική παράδοση. Θα ακούσετε το παραμύθι του μπαομπάμπ που η καρδιά του ήταν γεμάτη θησαυρούς αμύθητους, του πρώτου κουνουπιού (γιατί παλιά δεν υπήρχανε κουνούπια, κάτι έγινε κι ήλθε στον κόσμο το πρώτο κουνούπι), του ινδιάνου ποντικού που τον λέγανε Σύννεφο τ’ Απρίλη και κατάφερε να φτάσει ως τις λευκές κηλίδες του ήλιου, του δελφινού που είδε ένα όνειρο -ονειρεύτηκε εμάς, τους ανθρώπους.
Θα πούμε πέρα για πέρα ψέματα, πέρα για πέρα αλήθεια. Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια…