Ένας πατέρας φύτεψε δύο δέντρα μπροστά από το σπίτι του, ένα για κάθε γιο. Το πρώτο, ένα άγριο πεύκο, για τον Λουίτζι, που επί τριάντα εφτά χρόνια δεν έφυγε ποτέ από την κοιλάδα. Αυτός και η αγαπημένη του Μπέττα κάνουν μπάνιο στις λιμνούλες του ποταμού, ανάμεσα στις λευκές σημύδες. Αυτή την εποχή δεν κάνουν πια τόσο συχνά, περιμένουν το παιδί τους, στην ατμόσφαιρα πλανιέται ήδη η μυρωδιά ενός νέου ξεκινήματος. Ο Λουίτζι έχει δεχτεί τη θέση του δασονόμου, η Μπέττα έρχεται από την πόλη και διαβάζει Κάρεν Μπλίξεν.
Το άλλο δέντρο είναι ένα έλατο: ο Αλφρέντο είναι ο μικρότερος γιος, μελαγχολικός και ανθεκτικός στην παγωνιά, ανήσυχος κι ευέξαπτος. Για να μη δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα, έφυγε μακριά, στον Καναδά, να ζήσει ανάμεσα σε θλιμμένους Ινδιάνους και πετρελαιοπηγές. Τώρα όμως επιστρέφει.
Ο Αλφρέντο και ο Λουίτζι έχουν δύο κοινά. Το πρώτο είναι το ποτήρι. Mπορούν να πίνουν ασταμάτητα, για μέρες, άσπρο κρασί, μπίρα, ουίσκι κι άντε πάλι απ’ την αρχή, στον πάγκο όπου βάζουν τα στοιχήματα για το ζώο που σκοτώνει τα σκυλιά στις όχθες του ποταμού, είναι λύκος, λυσσασμένο σκυλί ή ποιος ξέρει τι άλλο; Κι ύστερα είναι το σπίτι πίσω από αυτά τα δύο δέντρα. Τώρα που ο πατέρας δε ζει πια, ο Αλφρέντο ξαναγύρισε στην κοιλάδα για να λυτρωθεί από τα όποια δεσμά τού έχουν απομείνει. Αυτό που δε γνωρίζει, όμως, είναι ότι τούτο το καλύβι θα μπορούσε, από τη μια μέρα στην άλλη, να αξίζει μια περιουσία.
Με λόγο λιτό και ελλειπτικό, σχεδόν αρχετυπικό, ο Κονιέττι στο Κάτω στην κοιλάδα αφηγείται την –πανανθρώπινη– ιστορία δύο αδερφών, σημαδεμένων από τις ρίζες της οικογένειας και του τόπου. Κατεβαίνει το ποτάμι από τους παγετώνες του Μόντε Ρόζα, για ν’ αφουγκραστεί τους κραδασμούς της ζωής στο βάθος της κοιλάδας, για να τραγουδήσει, στη σκιά του Nebraska του Μπρους Σπρίνγκστιν, για τις εύθραυστες ζωές που έχουν χαθεί πίσω από την οργή, το αλκοόλ και μια μυστηριώδη δύναμη που τις παρασέρνει όλο και πιο κάτω, μαζί με ό,τι άλλο βρίσκει στον δρόμο της.