Σ’ ένα βιβλίο που διαβάζεται σαν το µυθιστόρηµα των Βαλκανίων του εικοστού πρώτου αιώνα, ο µεγάλος Σέρβος κινηµατογραφιστής αφηγείται, για πρώτη και µοναδική ίσως φορά, τη ζωή του, και στήνει ολοζώντανο µπροστά στα µάτια µας, µε µια δύναµη που απηχεί και συναγωνίζεται τη δύναµη της κινηµατογραφικής του µατιάς, έναν ολόκληρο κόσµο, σηµαδεµένο από τον πόλεµο και την ιστορία.
«Στις απότοµες πλαγιές της Γκόριτσα, όπου έµεναν οι παιδικοί µου φίλοι, τα δραµατικά γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Άρχισε ένας πόλεµος νέου τύπου. Στο Σαράγεβό µου, στην Γκόριτσά µου που ήξερα πέτρα προς πέτρα. Στην κορυφή του λόφου οι αναστεναγµοί µου φτερουγίζουν σαν πεταλούδες της νύχτας, ενώ στα απότοµα σκαλιά, όπου έκανα εξάσκηση στην ταχύτητα του κοσµοναύτη και στη βραδύτητα του ερωτευµένου, κυλούν αδιάκοπα µπάλες. Κι εγώ δεν έπαψα ποτέ να τρέχω πίσω τους…»
«Αυτό το µπαρόκ µωσαϊκό είναι η αυτοβιογραφία του, τόσο υπέροχα βαλκανική όσο και ο τίτλος της…» Le Figaro
«Στη ζωή µου πέρασα από όλα τα δράµατα που βρίσκουµε στα µεγάλα µυθιστορήµατα, µας λέει ο Κουστουρίτσα σ’ αυτή την αυτοβιογραφία που περιγράφει µε τρυφερότητα και βάθος την πορεία του από τα παιδικά του χρόνια στο Σαράγεβο ως τους δύο Χρυσούς Φοίνικες στις Κάννες. Μακριά από την εικόνα της επιτυχίας και της χλιδής, η µαρτυρία του είναι εκείνη ενός ανθρώπου τρυφερού και εξεγερµένου. Ο πόλεµος, που σάρωσε τη Γιουγκοσλαβία, είναι πανταχού παρών…» L’ Expansion
«Γι’ αυτόν τον αµφιλεγόµενο επαναστάτη, τον ποιητή της εικόνας που µεταφέρει τους κλυδωνισµούς της πατρίδας του στις ταινίες του, µε υπερβολή και καθαρή συγκίνηση ταυτόχρονα, όλα είναι πολιτική. Και τα Βαλκάνια τραγικό πεδίο της…» Le Journal du Dimanche
Πώς αισθάνεται ο άνθρωπος τις µεγάλες κρίσεις της ιστορίας; Πώς τις βιώνει; Πριν και µετά, βασιλεύει η λήθη. Μετά τον πόλεµο στη Βοσνία, φορείς θρησκευτικού εθνικισµού εγκωµιάστηκαν σαν να ήταν οι µεγάλοι υπερασπιστές µιας πολυεθνικής Βοσνίας, για να εξυπηρετήθουν οι στρατιωτικοί και στρατηγικοί σκοποί των µεγάλων δυνάµεων, ενώ τα θύµατα όλων των πλευρών θεωρήθηκαν αµελητέες ποσότητες, εκτός απ’ αυτά που εξυπηρετούσαν τους εν λόγω σκοπούς.
«Ανήκω σ’ αυτούς που θεωρούν τη λήθη παράγοντα επιβίωσης, αλλά αρνούµαι να υποκύψω στις σηµερινές τάσεις προς τη λήθη. Οι ντελάληδες του φιλελεύθερου καπιταλισµού µάς κάλεσαν να κόψουµε κάθε δεσµό µε την κουλτούρα και την ταυτότητά µας, για να αφεθούµε να παρασυρθούµε από τη δίνη της τεχνολογικής επανάστασης, που υποτίθεται ότι κατευθύνει την εξέλιξη του πεπρωµένου µας και κάνει την αγορά ρυθµιστή των ζωτικών λειτουργιών µας. Αυτή η αλαζονική αξίωση ξύπνησε µέσα µου την επιθυµία να εξυγιάνω τους λογαριασµούς µου µε τη µνήµη, αλλά και να τους τακτοποιήσω µε τη λήθη…»
Με τις ταινίες Ο µπαµπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (1985) και Underground (1995), ο Εµίρ Κουστουρίτσα ανήκει στους ελάχιστους εκείνους σκηνοθέτες που έχουν τιµηθεί µε δύο Χρυσούς Φοίνικες στο φεστιβάλ των Καννών. Με το Arizona Dream και τον Καιρό των τσιγγάνων κατέκτησε το κοινό ολόκληρου του κόσµου.
Γεννήθηκε στο Σαράγεβο το 1954. Η ζωή του είναι όπως οι ταινίες του: έντονη, πλούσια, προκλητική, µακριά από το πολιτικά ορθό. Η µουσική πανταχού παρούσα… Στο βιβλίο του Κι εγώ πού είµαι σ’ αυτή την ιστορία;, το µοναδικό του, αυτοβιογραφία και µανιφέστο µαζί, που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2011, πίσω από την ανατρεπτική εικόνα της προσωπικότητας και των ταινιών του, ο Κουστουρίτσα αποδεικνύεται ένας βαθιά ανθρώπινος δηµιουργός, που βιώνει µε όλη του την ψυχή τη θυελλώδη ιστορία της πατρίδας του.