Η συζήτηση ήταν θυελλώδης.
«Τι πάτε να κάνετε, ποιος θα προστατεύσει τα σύνορά σας; Εσείς δεν έχετε στρατό, δεν έχετε συναλλαγματικά αποθέματα, δεν έχετε νόμισμα, πού πάτε, πώς θα επιβιώσετε;»
Στην κρατική έπαυλη, στην Αχρίδα, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εξαγριωμένος τα ψέλνει στον Κίρο Γκλιγκόρωφ, για την απόφαση των Σκοπίων να ακολουθήσουν τον δρόμο της Σλοβενίας και της Κροατίας, δηλαδή να αποσχιστούν. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1991 δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Μιλόσεβιτς, ο οποίος του ζητούσε να συναντηθούν στην Αχρίδα για να συζητήσουν «για τις σχέσεις και το μέλλον της περιοχής».
Πήγε παίρνοντας μαζί του και τον Βασίλι Τοπουρκόφσκι, στενό συνεργάτη του, νεαρό ανερχόμενο αστέρι της γιουγκοσλαβικής πολιτικής, αγγλομαθή και εκπρόσωπο, μέχρι την ανεξαρτησία της ΣΔ της Μακεδονίας, στο συλλογικό προεδρείο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
«Ο Μιλόσεβιτς ήρθε συνοδευόμενος από τον τότε πρόεδρο της ομοσπονδίας, Μπόρισλαβ Γιόβιτς, και τον υπουργό Εξωτερικών Βλάντο Γιοβάνοβιτς», αφηγείται ο Τοπουρκόφσκι.
«Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι Σέρβοι μάς το δήλωσαν ανοιχτά ότι ήταν απογοητευμένοι, δεν πίστευαν ότι εμείς οι Μακεδόνες θα αποκοβόμασταν και θα κάναμε δικό μας κράτος. Μίλησε πρώτος ο Γιόβιτς, ο οποίος μας προειδοποίησε ότι, αν δεν ενταχθούμε σε μια συνομοσπονδία των 4 (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία, Μακεδονία) –λύση που προωθούσε η σερβική πλευρά–, θα ξεσπούσε στη Βοσνία φοβερός πόλεμος. Εμείς όμως είχαμε διενεργήσει το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και αυτό τους το υπενθύμισα, ενώ ο Γκλιγκόρωφ τούς τόνισε πως οι Σέρβοι πρέπει να κατανοήσουν το δικαίωμα του μακεδονικού λαού να αποκτήσει το δικό του κράτος», μου είπε ο Τοπουρκόφσκι.
«Και πώς θα τα βρείτε με τους Έλληνες και τους Βουλγάρ