«Εμένα. Διάλεξε εμένα». Ο Αντόνιο Καζαγκράντε ξέρει ότι η βουβή προσευχή του δεν θα εισακουστεί. Αυτό γίνεται τα τελευταία έντεκα χρόνια στο Παματόνε, το γενοβέζικο ορφανοτροφείο που τον περιμάζεψε αμέσως μόλις ήρθε στον κόσμο, στις 13 Ιουνίου του 1855. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι εξαιτίας της μαργαριταρένιας κόρης του ματιού του. Κι, όμως, μια μέρα συνέβη. «Αυτόν» δείχνει ο μουσκεμένος απ’ τη βροχή άντρας που στέκεται απέναντί του. Έχει ανάγκη από έναν βοηθό, αυτό είναι όλο.
Στο μαγαζί του Αλεσάντρο Παβία, ο Αντόνιο μαθαίνει τη μαγεία της αλφαβήτου, το παράφορο πάθος για την πολιτική, την αγάπη για τη δικαιοσύνη και προπαντός την ολοκαίνουρια τέχνη της φωτογραφίας. Αλχημιστικά μείγματα, χαρτί αλμπουμίνας και, το πιο σημαντικό, το φως. Οι καιροί εκείνοι είναι καθοριστικοί και ο Παβία έχει μια αποστολή: τον τρελό, ουτοπικό άθλο να φωτογραφίσει έναν προς έναν τους Χίλιους που μαζί με τον Γκαριμπάλντι δημιούργησαν την Ιταλία.
Όμως, μια γιορτινή μέρα, ο Αντόνιο ανακαλύπτει τη δύναμή του: απαλλαγμένο από τον επίδεσμο, δυναμωμένο από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής, το τυφλό του μάτι βλέπει αυτό που κανένας δεν μπορεί να δει, το πεπρωμένο, το αναπόφευκτο. Είναι ένα δώρο, ίσως…