Άρθρο στην The Athens Review of Books (Μάρτιος 2011)
Μια φιλελεύθερη θεώρηση της νεότερης ελληνικής ιστορίας
Από τον Σωτήρη Ριζά
John S. Koliopoulos and Thanos M. Veremis, Modern Greece. A History since 1821, Wiley-Blackwell, Τσίτσεστερ 2010, σ. xii+264
Το νέο βιβλίο των ομότιμων καθηγητών Ιωάννη Κολιόπουλου και Θάνου Βερέμη συνιστά μια νέα συγγραφική προσπάθειά τους, που επιχειρεί να προσεγγίσει συνθετικά τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία από το 1821 και εξής. Αυτή τη φορά η δομή της αφήγησης είναι χρονολογικά ευθύγραμμη και όχι θεματική, όπως στο προηγούμενο βιβλίο τους.
Το νέο αυτό βιβλίο επικεντρώνεται κυρίως στην πολιτική ιστορία, χωρίς να λείπουν αναφορές στις οικονομικές εξελίξεις και στις τέχνες. Προορίζεται για το ευρύ αγγλόφωνο κοινό που δεν είναι κατ’ ανάγκην εξοικειωμένο με τις λεπτομέρειες των ελληνικών εξελίξεων στους δύο αιώνες που παρήλθαν από την Επανάσταση του 1821. Εντάσσεται δε ακριβώς σε μια σειρά του εκδοτικού οίκου Wiley-Blackwell που αποσκοπεί να εξοικειώσει το ευρύ κοινό αλλά και φοιτητές του αγγλόφωνου κόσμου με την ιστορία της νεότερης Ευρώπης υπό το πρίσμα των επιμέρους εθνικών ιστοριών.
Το βιβλίο είναι νέο προϊόν, αλλά η ιστοριογραφική θέση των συγγραφέων του παραμένει η ίδια, όπως έχει διαμορφωθεί από το μακροχρόνιο ερευνητικό τους έργο και αποκρυσταλλώθηκε σε προηγούμενη συγγραφική τους προσπάθεια: πρόκειται για μια φιλελεύθερη θεώρηση της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η ιστορική εξέλιξη δεν ήταν αρνητική, αντίθετα συσσώρευε επιτεύγματα σε μια πορεία προς την επίτευξη της συγκρότησης ενός σύγχρονου με τη δυτικοευρωπαϊκή σημασία κράτους: το ελληνικό βασίλειο πέτυχε μέσω ενός διεισδυτικού στην περιφέρεια εκπαιδευτικού συστήματος να ομογενοποιήσει πολιτισμικά ένα αρκετά ανομοιογενές στην αφετηρία του κοινωνικό υλικό. Πέραν αυτού, συγκροτήθηκε σταδιακά ένα συγκεντρωτικό κράτος και ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Τέλος, το ελληνικό βασίλειο, προσανατολισμένο από την ίδρυσή του στη Μεγάλη Ιδέα, επιτύγχανε σταδιακά την εδαφική του επέκταση σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβη συχνά με τη συνδρομή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες δεν ήταν πάντοτε εχθρικές, όπως η επικρατούσα θεώρηση υποστηρίζει: η ηττημένη Ελλάδα του 1897 υπέστη μόνο μικρές συνοριακές διευθετήσεις έναντι της νικήτριας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η Κρήτη κέρδισε την αυτονομία της, ενδιάμεσο στάδιο προς την ένωσή της με την Ελλάδα. Σε άλλες περιπτώσεις η Ελλάδα αποδείχθηκε ικανή να συνάψει κατάλληλες συμμαχίες –αυτή ήταν η περίπτωση των Βαλκανικών πολέμων- έχοντας προηγουμένως αναδιοργανώσει το πολιτικό και διοικητικό της σύστημα και τις ένοπλες δυνάμεις της.
Η εξέλιξη βέβαια και, κυρίως, το αποτέλεσμά της, ήταν ατελής. Οι πολιτικοί θεσμοί διαμεσολαβούνταν πάντα από ένα ισχυρό και ανθεκτικό σύστημα πατρονίας, που προφανώς διέστρεφε τη λειτουργία των θεσμών, αν και πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι αυτό το σύστημα της πατρονίας δεν ήταν παρόν μόνο στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό αλλά και σε άλλες περιπτώσεις: στη νότια Ευρώπη, στην Ιταλία και την Ισπανία, αλλά και στη Βρετανία, σε πρώιμες ιστορικές φάσεις της κοινοβουλευτικής ιστορίας. Ο κοινοβουλευτισμός επίσης δεν ήταν πάντοτε σε θέση να παράσχει αποτελεσματικότητα ή σταθερότητα κυβερνητική, αλλά και η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία ήταν συνυφασμένη με την κυβερνητική αστάθεια και τις αλλαγές συμμαχιών αδύναμων κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία, όπως δείχνουν οι συγγραφείς, δεν ήταν ευθύγραμμη, αλλά υπήρχαν παλινδρομήσεις: Ο Τρικούπης υπήρξε φορέας ενός προγράμματος δημοσίων έργων που παρέσχε στην Ελλάδα υποδομές, αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει εγχώριους πόρους για τη χρηματοδότησή του. Η χρεοκοπία ακολούθησε, σε μια πρώτη ανάγνωση λόγω του βάρους αλλά και της αδυναμίας της Ελλάδας να εξορθολογίσει τις δημόσιες δαπάνες της. Υπήρχε όμως και ένα άλλο ζήτημα, που συνίστατο στο αναπτυξιακό έλλειμμα της χώρας. Η Ελλάδα είχε αποκτήσει έναν αδύναμο γεωργικό τομέα, καθώς η αγροτική μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Κουμουνδ