Άλλο να γράφεις και να υποδύεσαι τα πλάσµατα της φαντασίας σου και άλλο να γράφεις απροσχηµάτιστα, χωρίς καµιάν άλλη φιλοδοξία, εκτός από την κατάθεση της στιγµής. Γράφεις για τον Δηµήτρη Χατζή, τον Γιώργο Χειµωνά, τη Μέλπω Αξιώτη, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Γιάννη Ρίτσο.
Γράφεις για την εκδότρια Νανά Καλλιανέση. Σχεδιάζεις τρία µικρά κοµµάτια που θα µπορούσαν να είναι πεζογραφήµατα. Γράφεις πλήρης θυµού για τη µεταδικτατορική επιφάνεια — «θυµός δε
από της θύσεως και ζέσεως της ψυχής έχοι αν τούτο το όνοµα», λέει ο Σωκράτης στον Κρατύλο του Πλάτωνα. Γράφεις δυο κοµµάτια για την πεζογραφία που ίσως και να µη γράφονταν έτσι, εάν δεν είχες κατά νουν µια µάλλον αποδοκιµαστική κριτική για ένα βιβλίο σου, και να, λοιπόν, πόσο δραστικές και ουσιώδεις µπορούν να γίνονται οι κριτικές. Κι ένα κοµµάτι για τον Κρόνο
που έτρωγε τα παιδιά του. Σύνολον δεκατρία κοµµάτια, κατά χρονολογική σειρά, µέσα σε δέκα χρόνια, µε σηµειώσεις ηµερολογιακές, σαν να ’γραψες ένα πεζογράφηµα για σένα… Μ.Δ.