Τα έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου θα διατεθούν για την ανέγερση ναού προς τιµήν του Αγίου Χρυσοστόµου Σµύρνης.
Θυµάµαι πως µε έβγαλε έξω στον ήλιο, είχε ήλιο, κι ας µην καταλάβαινα πού βρήκε το κουράγιο να ανατείλει εκείνο το πρωί. Η κόνα Ανεζίνα, η γυναίκα του, µας περίµενε πίσω απ’ την πόρτα του σπιτιού τους που την κρατούσε µισάνοιχτη. […]
Περίµεναν να πω κάτι µα εγώ δεν έλεγα, δεν ήξερα τι να πω, άδειο το µυαλό µου και οι θεωρίες της λογικής που µας µάθαιναν στην Ευαγγελική Σχολή χαµένες κάπου ανάµεσα σε πράγµατα που είχαν συµβεί ανοµολόγητα, πέρα από κάθε λογική, εκτός αν υπήρχε λογική στη σκέψη κάποιων οι οποίοι µε σχέδιο και µεθοδικά φανατίζουν άλλους ανθρώπους για να κάνουν τα παράλογα. […]
«Πάω να σου φέρω πεσκίρια» είπε «και δώσε µου αυτό το πουκάµισο, παιδάκι µου, να το πετάξω, κουρέλι έγινε, δεν µπορείς να το ξαναφορέσεις πια».
Έκανα µια κίνηση να βγάλω το σκισµένο και καταλερωµένο πουκάµισο που φορούσα την προηγούµενη µέρα και τότε έγινα πάλι εγώ.
Κράτησα το πουκάµισο σφιχτά στο στήθος µου.
«Όχι!» είπα. «Όχι, κόνα Ανεζίνα, αυτό το πουκάµισο. Έχει πάνω του το αίµα του δεσπότη!»
Σµύρνη σήµερα. Ένα συνέδριο µεταφραστών τελειώνει τις µέρες του Πάσχα. Στον κήπο της Αγίας Φωτεινής, της µικρής εκκλησίας την οποία έχει παραχωρήσει το ολλανδικό προξενείο για τις θρησκευτικές ανάγκες της ολιγάριθµης ορθόδοξης κοινότητας, δυο άνθρωποι συναντιούνται τυχαία το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, λίγο πριν βγει ο Επιτάφιος. Ένας νεαρός µεταφραστής κι ένας γέρος µαθητής της παλιάς Ευαγγελικής Σχολής Σµύρνης.
Ο ένας αγωνιά για το χρέος που δεν κατάφερε να ξεπληρώσει, ο άλλος αναλαµβάνει να το ξεπληρώσει αυτός. Μια µαθητική εργασία. Ένα κουρελιασµένο πουκάµισο: «Όχι… Έχει πάνω του το αίµα του δεσπότη!». Η αλήθεια που δεν πρέπει να χαθεί.
Πώς µπορεί να γίνει η αλήθεια λέξεις; αναρωτιέται ο νεαρός µεταφραστής. Εκείνος τις λέξεις έχει συνηθίσει να τις µεταφράζει, πώς θα µπορούσε να «µεταφράσει» γεγονότα και συναισθήµατα, να τα κάνει λέξεις και να φτιάξει ένα βιβλίο µε την αλήθεια τους; Όµως έχει αποδεχτεί την κληρονοµιά, το χρέος είναι πια δικό του.
Ο νεαρός µεταφραστής θα έχει ως το τέλος αµφιβολίες για το αν κατάφερε τελικά να πει στο βιβλίο του το ίδιο καλά µε τους σπουδαίους συγγραφείς τους οποίους έχει µεταφράσει όλα εκείνα που «δε φτάνουν τα λόγια για να τα πουν ούτε γράφονται, είναι λίγα τα γράµµατα, δε φτάνουν». Για ένα µονάχα θα είναι σίγουρος. Πως την αλήθεια την έχει πει ολόκληρη!
“Σκληρό, ρεαλιστικό, συγκινητικό ιστορικό μυθιστόρημα από την Ελένη Δικαίου που αισθάνεσαι ότι δεν θέλει την παραγραφή της μνήμης, ούτε και την παραχάραξη της ιστορίας σε μια εποχή όπου το στρογγύλεμα και η πολιτική ορθότητα των ισορροπιών φύονται γρηγορότερα κι από τα μανιτάρια μετά τη βροχή. Η γραφή της σε αρκετά σημεία είναι καθηλωτική, η συνοχή των γεγονότων με το παρόν καλοδουλεμένη, ενώ φανερά απέχει του εκβιασμένου μελοδραματισμού και των συναισθηματικών εξαναγκασμών, καθώς η συγκίνηση έρχεται αβίαστα από την φυσική σκληρότητα των γεγονότων και την προσεγμένη αφήγηση. […]
Εν τέλει η Ελένη Δικαίου αντικατοπτρίζει μέσα από τον ρεαλισμό της θλιβερής πραγματικότητας πέριξ του 1922, ολόκληρο τον παραλογισμό όσων σπέρνουν πόλεμο, φωτιά και προσφυγιά, συνθέτοντας μέσα από τις φλόγες της Σμύρνης έναν αντιπολεμικό θρήνο και έναν ύμνο στο χρέος.”