«Γράφω επειδή το βλέµµα της µητέρας µου εξαφανίζεται, επειδή η σιωπή της µε τυλίγει. Γράφω για να γεµίσω τα κενά. Γράφω για να δω το µετά. Γράφω για ν’ αρέσω. Γράφω για να περάσει η νύχτα. Γράφω για να σκαλίσω µε την άκρη του δακτύλου µου τις πληγές της ύπαρξης. Γράφω για να γίνω δυσάρεστη. Γράφω για να πάψω πια να φοβάµαι. Γράφω για να σώσω ό,τι µπορεί να σωθεί. Γράφω για να µάθω ποια είµαι. Αν δεν πάρω απαντήσεις, τότε θα τις επινοήσω».
Μέχρι να µείνει έγκυος, η Πολίν δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ για τις ρίζες της. Τώρα, όµως, η καταγωγή της γίνεται θέµα ζωτικής σηµασίας για εκείνη, αρχής γενοµένης από την προσπάθεια να εξιχνιάσει για ποιον ακριβώς λόγο η οικογένειά της της έχει δώσει τρία επιπλέον ονόµατα: Ζαν, Ζερόµ, Υζέ. Η µητέρα της εµφανίζεται απρόθυµη να τη διαφωτίσει, αλλά η Πολίν είναι αποφασισµένη να µάθει ποια είναι στην πραγµατικότητα και, αν δε βρει απαντήσεις, να τις επινοήσει.
Καθώς το φανταστικό και η πραγµατικότητα µπερδεύονται, η αναζήτησή της θα την οδηγήσει σε µια µακρινή πρόγονο, έναν εξαφανισµένο οικογενειακό φίλο και στην ηρωίδα ενός θεατρικού έργου. Και το µυθιστόρηµα θα εξελιχθεί σε µια ωδή στην παντοδυναµία της φαντασίας.
«Ένα φιλόδοξο και δυνατό βιβλίο, ένα γοητευτικό µυθιστόρηµα, µια ωδή στις µεταµορφώσεις που προσφέρει η λογοτεχνία, που αποκαλύπτει η γραφή». Livres Hebdo
«Το ύφος και το παιχνίδι µε τις λέξεις είναι εξαιρετικά σηµαντικά στο βιβλίο αυτό. Ο µηχανισµός της επανάληψης προσδίδει χαρακτήρα στη διήγηση και µιµείται τον τρόπο µε τον οποίο η αφηγήτρια ανασκαλεύει το παρελθόν. Η προφορική γλώσσα του µυθιστορήµατος, που συχνά καθοδηγείται από το ένστικτο, ανοίγει τον δρόµο για την ανάπτυξη µιας σχέσης οικειότητας, η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι η συγγραφέας και η αφηγήτρια έχουν το ίδιο όνοµα. Όµως δεν πρόκειται σε καµία περίπτωση για µια ξεκάθαρη περίπτωση αυτοµυθοπλασίας: η αφηγήτρια ερµηνεύει και υιοθετεί την περσόνα που συνοδεύει καθένα από τα διαφορετικά ονόµατά της καθώς προχωράει η αφήγηση». TLS