Σε μιαν εποχή όπου η “στρογυλευμένη φράσις” εθεωρείτο διαπιστευτήριο ύφους, η “ανώμαλος και συχνά ακαλαίσθητος γλώσσα του, εν συγκρίσει προς τους στυλίστ της καθαρευούσης ή της δημοτικής, και το σχέδιον ακόμη του διηγήματος, ατελές ως κάτι πρωτόγονον και ακαλλιέργητον”, μαζί με την “πενιχρότητα” της θεματολογίας του – αποτέλεσαν την αχίλλειο πτέρνα του Λόγου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μολονότι ελάχιστοι από τους συγχρόνους του αμφισβήτησαν ή αρνήθηκαν τη μοναδικότητά του.
Πού έγκειται αυτή η μοναδικότητα; “‘Οτι σώζει και συχνάκις μεγαλύνει αυτάς τας αλλοκότους συνθέσεις, είναι η διάθεσις, την οποίαν δι’ ασυλλήπτων μεθόδων γεννούν” (Γρ. Ξενόπουλος). Αυτή η ασύλληπτος μέθοδος είναι η Ποίηση, που αναβλύζει από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη και που στις μέρες μας, με το σπάσιμο του φράγματος ανάμεσα στα στεγανά είδη της γραφής, μάς αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερο τη μοναδικότητα του ταπεινού Σκιαθίτη και την ασύγκριτη θέση του μέσα σ’ όλη την πεζογραφία μας, παλιά και νεότερη.
– Η ράφτρα, (Die Naherin)
– Κι όμως, στο θάνατο (Und doch in den Tod) – Η φυγή (Die Flucht) – Μια νεκρή (Eine Tote) – Η θυσία της (Ihr Opfer) – Στο κηπάκι (Im Vorgartchen) – Αγία Άνοιξη (Heiliger Fruhling) – Κισμέτ (Kismet) – Μακρινές οπτικές (Fernsichten) – Ο ερωτευμένος (Der Liebende) – Μία ιστορία ειπωμένη στο σκοτάδι (Eine Geschichte, dem Dunkel erzahlt) – “Άλμπρεχτ Όστερμαν” (Albrecht Ostermann) – Ο δρακοφονιάς (Der Drachentoter).