Στα μέσα του 2015, η Volkswagen ανακοίνωνε υπερήφανα ότι είχε πετύχει τον στόχο της να ξεπεράσει την Toyota ως η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο. Λίγους μήνες αργότερα, η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος αποκάλυπτε ότι η VW είχε εγκαταστήσει σε έντεκα εκατομμύρια αυτοκίνητα λογισμικό το οποίο ξεγελούσε τους μηχανισμούς ελέγχου καυσαερίων. Ως τις αρχές του 2018, η VW είχε συμφωνήσει με τις αμερικανικές αρχές και τους ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων της σε έναν συμβιβασμό ύψους είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων, με επιπρόσθετες αγωγές να περιμένουν ακόμα την εκδίκασή τους.
Στο βιβλίο αυτό, ο Τζακ Γιούινγκ αποκαλύπτει όλες τις λεπτομέρειες του σκανδάλου. Περιγράφει την ανάδειξη της VW, από την εποχή του «λαϊκού αυτοκινήτου» στη ναζιστική Γερμανία, σε μία από τις πιο επιφανείς εταιρείες της Γερμανίας, η οποία καυχιόταν για την «πράσινη» πολιτική της. Ο συγγραφέας δίνει ζωηρά πορτρέτα του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου της VW και αποδεικνύει ότι η εταιρική κουλτούρα που αυτοί καλλιέργησαν οδηγούσε τους εργαζομένους, που αγωνίζονταν να πετύχουν άπιαστους στόχους πωλήσεων, στη χρήση παράνομων μεθόδων. Αδυνατώντας να φτιάξουν με έντιμο τρόπο αυτοκίνητα που μπορούσαν να συμμορφωθούν με τους κανονισμούς εκπομπών στις ΗΠΑ, οι μηχανικοί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διαπράξουν απάτη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η VW στη συνέχεια δαπάνησε εκατομμύρια για να προωθήσει το «καθαρό ντίζελ», ώσπου η απάτη αποκαλύφθηκε από μια μικρή ομάδα ερευνητών με πενιχρή χρηματοδότηση· η κατάληξη ήταν μια ομολογία ενοχής για κακουργηματικές κατηγορίες σε μία μνημειώδη υπόθεση που χειρίστηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Ο Τζακ Γιούινγκ δείχνει με εύγλωττο τρόπο πώς η νοοτροπία της επιτυχίας με κάθε κόστος -τόσο διαδεδομένη στα διοικητικά συμβούλια των σύγχρονων εταιρειών- οδήγησε σε μία από τις πιο σημαίνουσες υποθέσεις απάτης στην ιστορία του επιχειρηματικού κόσμου – ενδεχομένως με καταστροφικές συνέπειες.