Δυο αδέρφια μετατρέπουν το δωμάτιό τους σε θάλασσα και μαζί καβαλάνε τα κύματα για να περάσουν στην απέναντι ακτή. Είναι δυο αδέρφια, δυο παιδιά που στο παιχνίδι τους χωράνε τον κόσμο όλο.
«Ένα βιβλίο-ωδή στη φαντασία των παιδιών και στην αδερφοσύνη […].
Δυο αδέρφια μετατρέπουν το δωμάτιό τους σε ένα πεδίο περιπέτειας. Με όπλο τη φαντασία τους, χρησιμοποιούν αντικείμενα του δωματίου προσπαθώντας να φτάσουν στο Πικεφί, τη γη της ελευθερίας. Εναλλάσσοντας αφήγηση, ζωντανούς διαλόγους και στίχους η συγγραφέας δημιουργεί ένα ταξίδι προς μια Ιθάκη, όπου σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ίδιο το ταξίδι, το οποίο ενδύεται το Καβαφικό πνεύμα.
Τα δύο παιδιά είναι δυο σημερινά αδέρφια, με φόβους και αφοβίες, με τόλμη και δισταγμούς, με συναισθήματα και σκέψεις, τα οποία βγαίνουν στο φανταστικό παιχνίδι που έχουν στήσει στο μισοσκότεινο δωμάτιό τους. Η διαρκής επανάληψη «και αδερφός» μετά το «βοηθός» φανερώνει τη σημασία του μαζί και της αδερφοσύνης στις οποίες έχει επενδύσει η συγγραφέας, καθώς το ταξίδι έχει αξία όταν το μοιράζεσαι, όταν το κατανέμεις πέρα από τον εαυτό σου.
Ο λόγος της ιστορίας είναι απλός, παιγνιώδης, όπως είναι ο λόγος δυο παιδιών που παίζουν και που μοιράζονται τον αυτοσχεδιαστικό καλπασμό της φαντασίας τους. Επίσης, έχει ένταση, καθώς τα δυο αδέρφια μπαίνουν στο πετσί του ρόλου και βιώνουν συναισθήματα στη μικροκλίμακα ενός παιδικού ταξιδιού. Οι ήρωες είναι παιδιά που διοχετεύουν ενέργεια στο κοινό παιχνίδι, πέρα από οθόνες, αξιοποιώντας τις ευεργεσίες της φαντασίας τους και δημιουργώντας δεσμούς αδιάσπαστους.
Σημαντική θεωρώ την παράμετρο της απουσίας της μητέρας που αναζητείται από τον πιο ανασφαλή εκ των δύο αδερφών πάνω στην ένταση και τον φόβο του ταξιδιού. Η απουσία της γίνεται παρουσία, υπενθύμιση της δύναμής στην συναισθηματική ασφάλεια και επάρκεια των παιδιών και υπενθύμιση της παρουσίας της, εδώ, εκεί, παντού και πάντα. Είναι ένα άρρητο «παίξτε μαζί εσείς κι εγώ είμαι εδώ». Κι αν χρειαστεί, αν κληθεί να επιβιβαστεί μαζί τους; Τότε, ναι, η μητέρα είναι διαθέσιμη να αφήσει τον δικό της μικρόκοσμο και να βουτήξει, να μοιραστεί τη φαντασία των παιδιών της. Επομένως, μέσα από πράγματα που δεν κατονομάζονται, έχουμε σημαντικά πράγματα που αποκαλύπτονται και φανερώνουν μια συμπαγή στάση ζωής, κυρίως έναντι της καθημερινότητας.»
Απόστολος Πάππος, elniplex
https://www.elniplex.com/στο-πικεφί-της-μαρίας-παπαγιάννη-εικ/
«Μέσα στη βάρκα είναι ο Λουκ και ο Φλιπ. Μέσα στη θάλασσα, όλα τα ψάρια και τα ψαράκια. Ο διάλογος μοιάζει χωρίς σημασία… «Πόσο μακριά είναι το σπίτι», «πότε θα έρθει η μαμά», αλλά το Πικεφί είναι μακριά και δεν έχει εκεί ούτε μαμά ούτε μπαμπά. Α! Τα δυο παιδιά είναι μόνα τους στη βάρκα και, ξαφνικά, να μια μεγάλη φάλαινα, μετά παραλίγο να βουλιάξουν, μετά να ένας καρχαρίας, μετά κλάματα, μετά «θέλω τη μαμά», μετά να ένας γλάρος που ήρθε και αυτός! Α! Γλάρος ήταν, βρε Λουκ και Φλιπ, τι κόκορας και κουκουρίκου έλεγες;
Ο Φλιπ έχει ένα μπισκότο στην τσέπη του και το πετάει στον γλάρο κι αυτός το αρπάζει και, χλαπ, το καταπίνει. Μα πού έχω δει έναν Βέγγο να πετάει ένα μπισκότο στη φύση και να της λέει: «Φύση, να, φάε ένα μπισκότο». Μ! Μήπως εμείς είμαστε το μπισκότο; Σε λίγο να κι ένα μεγάλο καράβι! Κίνδυνος ενόψει, οχ, ο Λουκ πέφτει στο νερό, αλλά τέλος καλό όλα καλά και το ταξίδι για το Πικεφί αναβάλλεται για άλλη φορά, που θα είναι μαζί τους και η μαμά ως “βοηθός του βοηθού του καπετάνιου στο Παντού στο Πάντα και στο Πικεφί”.
Μια ωραία ιστορία με τόσο πολλούς μικρούς ή μεγάλους υπέροχους υπαινιγμούς… σαν ξαδελφούλα εκείνων των ποιημάτων που ο Οδυσσέας Ελύτης τα βάφτισε Τα Ρω του Έρωτα: με βαρκούλα, με γλάρο, με τζιτζίκια, με τριφύλλια και με την Αγιά Μαρίνα.»
Ανθούλα Δανιήλ, diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/18355-sto-pikefi