Μια άναρχη ιστορία, όπως είναι όλες οι ιστορίες μας.
Έπρεπε να είχα φύγει. Πριν με φιλήσει. Ή, έστω, λίγο μετά. Πριν αφεθώ. Αντ’ αυτού έφυγα την επόμενη μέρα το πρωί, μετά τον δεύτερο καφέ: η επιθυμία λιγότερη, η σιγουριά να μου χτυπάει τον ώμο. Κατέβασα τα παράθυρα του αυτοκινήτου, παρόλο το κρύο, για να φύγει από πάνω μου. Η ανάγκη ακόμα εκεί. Θα είναι αλλιώς. Ακούς; Θα είναι αλλιώς. Ήταν ήδη το ίδιο.
Δεν ήμουν αθώα. Ήξερα. Δεν ήμουν όμως ούτε ψεύτρα. Μίλησα. Διαλέξαμε και οι δύο από ένα λάθος και το κρύψαμε στον κόρφο μας σαν ευχή. Δεν μπορεί να μην ήξερε. Δεν μπορεί να μην έβλεπε. Πως δεν ενέδιδα το ίδιο, πως επέλεγα τις λέξεις που τροφοδοτούσα με οξυγόνο με την ακρίβεια νευροχειρουργού. Δεν ήθελε να δει και εγώ δεν ήθελα να ακούσω. Και έτσι, αυτός τυφλός και εγώ κωφάλαλη, αφεθήκαμε στην αίσθηση που απαιτεί τη μεγαλύτερη θυσία: το δοχείο της ψυχής σου. Τη μεγαλύτερη θυσία όταν το θες πολύ, ή για τους λάθος λόγους.