Ο αδερφός μου κι εγώ μέναμε χρόοονια σε κείνο το σπίτι. Θυμάμαι τον εαυτό μου να χοροπηδάει στα μεγάλα ψηλοτάβανα δωμάτια όταν ήμουν παιδί, να σιγοσφυρίζω τραγουδάκια της μόδας νεαρός. Ύστερα… Ύστερα συνέχισα πάλι να τριγυρίζω στα ίδια δωμάτια. Τον τελευταίο καιρό εγώ κι ο αδερφός μου ήμαστε οι μοναδικοί ένοικοι. Α, και μια οικογένεια αγενέστατων ποντικών που εξαιτίας μας –μας το είπαν μάλιστα κατάμουτρα– έφυγαν ένα πρωί.
Όμως συγχωρήστε με, ξέχασα να σας συστηθώ. Αιμίλιος εγώ, Τιμόθεος ο αδερφός μου. Και μη σας φαίνεται παράξενο που έχουμε τέτοια ονόματα, στην εποχή μας ήτανε πολύ συνηθισμένα.
[…] Η Δικαίου κατορθώνει με τους δύο χαρακτήρες της και με τον τρόπο που μεταφέρονται τα δρώμενα να δώσει έναν τρόπο αφήγησης, ο οποίος, με όχημα αφενός το χιούμορ και αφετέρου τις προαναφερόμενες αξίες, απομακρύνει, κατά την ανάγνωση, από τα παιδιά το ενδεχόμενο ενός πιθανού φόβου (συμβάλλει σε αυτό και το υποκοριστικό του τίτλου). Επιπλέον, δίνει ένα ευαίσθητο -παροιμιώδης η αγάπη των δύο αδελφών μεταξύ τους-, με ποιητικές εξάρσεις, ανάγνωσμα, το οποίο προσλαμβάνεται μέσα από έναν αληθινά απολαυστικό τρόπο. Επίσης, και η μαυρόασπρη εικονογράφηση, ευχάριστη και ζωντανή, κυριολεκτικά κινείται ανάμεσα στο κείμενο βοηθώντας την ευχάριστη πρόσληψή του. Θα πρόσθετα δε, ότι στα παιδιά αναγνώστες, αλλά προπάντων στους ενήλικες που είτε πιστεύουν στα υπερφυσικά στοιχεία είτε όχι, το ρεαλιστικό πλαίσιο, το οποίο στην ουσία υπερισχύει της φαντασιακής αφήγησης, υπαγορεύει δυνατότητες διεύρυνσης της φαντασίας με αποτέλεσμα, παράλληλα, να διευρύνεται η λογοτεχνική πραγματικότητα με την έννοια της λογοτεχνικής εμπειρίας και, κατ’ επέκταση, η ρεαλιστική του κόσμου τους.
Γιάννης Σ. Παπαδάτος
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/3488-fantasmatakia-avli