“Πριν από το “Βότανο της αγάπης” ήμουν αγόρι, σκέφτεται.
Πριν από το “Βότανο της αγάπης” ήμουν παιδί.
Όταν εμφανίστηκε μέσα από την ομίχλη, τα κόκκινα μαλλιά της φώτισαν το πρωινό του -τη ζωή του ολόκληρη.
Αλλά αυτό ήταν πριν.
Τώρα το αγόρι βρίσκεται στο δωμάτιο του. Ένα δεκαεξάχρονο αγόρι που περιμένει ένα τηλεφώνημα. Ελπίζοντας ν’ ακούσει ότι όλα ήταν αλήθεια. Ότι όλα ήταν τόσο τέλεια όσο είχε φανταστεί.
Όμως το τηλέφωνο παραμένει σιωπηλό.
Το αγόρι εξακολουθεί να περιμένει, καταστρέφοντας ένα ένα όλα τα αντικείμενα που θυμίζουν εκείνη. Σκίζει την κάρτα λεωφορείου στα δύο και μετά στα τέσσερα και…
Το τηλέφωνο δε χτυπά.
Το αγόρι ανοίγει την μπαλκονόπορτα και πετάει τη γλάστρα στον κήπο με όλη του τη δύναμη.
Δε χτυπά.
Και η κάθε μέρα που πέρασαν μαζί περνάει στο μυαλό του σαν ταινία. Και αναρωτιέται. Τι θα γίνει αν το τηλέφωνο δε χτυπήσει; Θ΄ αξίζει τότε να ζει;