Ένας συγγραφέας παρατηρεί το θέαμα του κόσμου. Βρισκόμαστε στα χρόνια της ευημερίας. Όμως εκείνος βλέπει τη φύση να ρημάζει, τον άνθρωπο να αποξενώνεται από τον άλλον άνθρωπο, το κυνήγι του χρήματος να διαβρώνει το νόημα της κοινής ζωής, έχοντας καταντήσει αυτοσκοπός. Και αποζητά τον διάλογο μ’ εσένα, αναγνώστη: αυτόν ξεκινά το βιβλίο αυτό.
Τα χρόνια περνούν και μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση τσακίζει την Ελλάδα ενώ εκείνος γράφει ακόμα το βιβλίο του. Άραγε όσα συλλογιόταν έχουν γίνει ανεπίκαιρα; Ή πιο επίκαιρα από ποτέ; Μήπως, για να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει σήμερα, πρέπει να ρωτήσουμε το χθες; Μήπως η «κρίση» δεν είναι μόνο ελληνική αλλά ευρωπαϊκή, ούτε μόνο οικονομική αλλά ριζικά ανθρωπολογική; Μήπως χρειάζεται να ξανασκεφτούμε από την αρχή τα πράγματα του κόσμου και τις λέξεις που τα ονομάζουν (αυτή δεν είναι η δουλειά της λογοτεχνίας); Και πρώτα απ’ όλα να ξενακερδίσουμε το χαμένο νόημα της λέξης «οικονομία», σ’ έναν καιρό όπου οίκος μας έχει γίνει η οικουμένη και νόμος της η ανομία; Και, αν το κατορθώναμε, δεν θα απαντούσαμε καλύτερα στο ζητούμενο του σημερινού Έλληνα, στο ζητούμενο του ανθρώπου;