Η Μαρίνα µπαινόβγαινε σε διάφορες κοινότητες απεξάρτησης, σε πόλεις της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, επί τριάντα χρόνια. Προσπαθούσε να κόψει τα ναρκωτικά αλλά δεν τα κατάφερνε. Έµενε καθαρή για λίγους µήνες και µετά έβρισκε πάλι καταφύγιο στην ηρωίνη.
«Σε ποια πραγµατικότητα ακριβώς θέλεις να επανενταχθώ;» µου είπε κάποτε.
Στο βιβλίο αυτό δίνω φωνή στην ίδια. Να µιλήσει για τους λόγους που την οδήγησαν στα ναρκωτικά, για την ανάγκη της να ερωτοτροπεί διαρκώς µε τον θάνατο, λες και µέσα από αυτό το µακάβριο φλερτ θα µπορούσε να επουλώσει τις πληγές της και να απαλύνει τον πόνο που ένιωθε. Στην τραγική ζωή της καθοριστικό ρόλο έπαιξε η νοσηρή σχέση µε τη µητέρα της, σχέση που δυστυχώς επηρέασε για πολύ καιρό και τη δική µου επικοινωνία µαζί της. Τώρα που και οι δύο γυναίκες δεν ζουν πια, µπόρεσα να δω πιο καθαρά το πρόσωπο της αδελφής µου, να φωτίσω πλευρές της προσωπικότητάς της που µε απωθούσαν και µε κρατούσαν µακριά της. Ξαναδιάβασα τις επιστολές και τα σηµειώµατα που είχαµε ανταλλάξει µέσα στα χρόνια, ξέθαψα παλιές φωτογραφίες που ήταν στοιβαγµένες σε κουτιά, ανακάλεσα στιγµές από τα ανέµελα καλοκαίρια µας στις Σπέτσες, όταν ήταν ακόµη ένα µικρό χαριτωµένο κορίτσι, και άλλες αργότερα, οδυνηρές, από τις σύντοµες συναντήσεις µας στη Ρώµη.
Το Τώρα θα µιλήσω εγώ είναι το κύκνειο άσµα της. Όσα δεν είπε όσο ζούσε –αφού τον ρόλο του αφηγητή τον µονοπωλούσε άλλος– τα λέει τώρα σ’ αυτόν τον δραµατικό αποσπασµατικό µονόλογο. Κάθε λέξη του υπογραµµίζει το απαράµιλλο σθένος της, αλλά και την αβάσταχτη µοναξιά της.